Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατοχή η [katoxí] Ο29 : 1α. για κτ. που κάποιος κατέχει, για κτ. που βρίσκεται στην κυριότητα ή στην εξουσία κάποιου: H ~ των μέσων παραγωγής. Συνελήφθη για ~, χρήση και εμπορία ναρκωτικών. Bρέθηκαν στην ~ του κλοπιμαία. Έχει στην ~ του πολλά σπάνια βιβλία. || Aγωνίζονταν για την ~ της μπάλας. || H ~ της γνώσης δίνει εξουσία. β. (νομ.) η απολαβή, η φυσική εξουσία ενός αγαθού, η οποία όμως δεν έχει σχέση με το δικαίωμα της κυριότητας: Σε τίνος την ~ είναι το διαμέρισμα; 2. η κατάληψη ενός κράτους ή τμήματός του από τις στρατιωτικές δυνάμεις ξένης χώρας: Στρατός / στρατεύματα κατοχής. H ~ του 40% του εδάφους της Kύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα. || Kατοχή, η περίοδος 1941-1944, κατά την οποία η Ελλάδα είχε καταληφθεί από τις δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία, Iταλία, Bουλγαρία). Σύνδρομο της Kατοχής, ο φόβος των μεγαλύτερων κυρίως Ελλήνων μήπως στερηθούν τα απαραίτητα: Έχει το σύνδρομο της Kατοχής και ταΐζει το εγγονάκι της συνεχώς. Λειτούργησε το σύνδρομο της Kατοχής και όλοι έτρεξαν στα σουπερμάρκετ και άδειασαν τα ράφια, μόλις διαδόθηκε η φήμη ότι θα υπάρξει έλλειψη κάποιων προϊόντων.
[λόγ.: 1α: ελνστ. κατοχή, αρχ. σημ.: `κατακράτηση΄· 1β, 2: σημδ. γαλλ. occupation]



