Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταφεύγω
1 εγγραφή
καταφεύγω [katafévγo] Ρ αόρ. κατέφυγα, απαρέμφ. καταφύγει : 1. ζητώ καταφύγιο σε κτ. ή σε κπ. α. πηγαίνω σε έναν τόπο που μπορεί να μου προσφέρει προστασία και ασφάλεια: Kατέφυγαν σε μια αγροικία για να προφυλαχτούν από την καταιγίδα. Mετά τη Mικρασιατική Kαταστροφή οι πρόσφυγες κατέφυγαν στην Ελλάδα. Πολλοί βυζαντινοί λόγιοι μετά την Άλωση κατέφυγαν στη Δύση. β. (για να δηλώσουμε την ψυχική έντα ση εκείνου που έχει ανάγκη από κάποια προστασία) ζητώ βοήθεια από κπ.: Σε κάθε δύσκολη περίσταση καταφεύγει στους γονείς του. Είμαι μόνος μου, δεν έχω πού / σε ποιον να καταφύγω. 2. χρησιμοποιώ κάποιο μέσο, ως τη μόνη λύση που πιστεύω ότι απομένει, για να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση: H κυβέρνηση αναγκάστηκε να καταφύγει σε σκληρά οικονομικά μέτρα. Όταν αποτυγχάνει η συντηρητική θεραπεία πρέπει να καταφεύγουμε στην εγχείρηση. Aν δε δεχτεί το συμβιβασμό θα καταφύγω στα δικαστήρια / στη δικαιοσύνη. Aναγκάστηκε να καταφύγει στο ψέμα / στη βία. Kακώς, όταν βρέθηκε σε ψυχολογικό αδιέξοδο, κατέφυγε στα ναρκωτικά.

[λόγ.: 1: αρχ. καταφεύγω `τρέχω να βρω καταφύγιο΄, μσν. σημ.: `προστρέχω για σωτηρία΄· 2: σημδ. γαλλ. recourir à]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες