Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κατατροπώνω
1 item total
κατατροπώνω [katatropóno] -ομαι Ρ1 : 1. τρέπω σε φυγή τον αντίπαλο και με επέκταση, τον νικώ ολοκληρωτικά: Tο ναυτικό μας κατατρόπωσε τον εχθρικό στόλο. Ο εχθρός κατατροπώθηκε. 2. (μτφ.) υπερέχω εντυπωσιακά σε έναν ανταγωνισμό ή σε μια αντιπαράθεση: Οι αθλητές μας κατατρόπωσαν την αντίπαλη ομάδα. Kατατροπώθηκε στις εξετάσεις, απέτυχε παταγωδώς. Kατατρόπωσε τους συνομιλητές του με τα επιχειρήματά του.

[λόγ. < ελνστ. κατατροπ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go