Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατατάσσω
1 εγγραφή
κατατάσσω [katatáso] -ομαι Ρ αόρ. κατέταξα, απαρέμφ. κατατάξει, παθ. αόρ. κατατάχτηκα και κατατάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και κατετάγη, κατε τάγησαν, απαρέμφ. καταταχτεί, καταταχθεί και καταταγεί : 1α. τοποθε τώ κτ. (μια μονάδα ενός ευρύτερου συνόλου) στην κατάλληλη θέση ή καθορίζω τη σειρά που θα έχει (μέσα σε ένα υποσύνολο), με βάση το κύριο ή ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του· ταξινομώ: ~ τα βιβλία κατά είδη / με βάση τη χρονολογία έκδοσης. ~ τα εμπορεύματα ανάλογα με την ποιότητα / με τη χώρα προέλευσης. Ο Λινναίος χρησιμοποίησε ένα νέο σύστημα για να κατατάξει τα φυτά. β. καθορίζω την κατηγορία στην οποία ανήκει κάποιος ή κτ., τον συγκαταλέγω ανάμεσα σε όμοιους: Όσοι διαθέτουν θαλαμηγό κατατάσσονται στην κατηγορία των πλουσίων. Ορισμένα κράτη της Aφρικής κατατάσσονται ανάμεσα στα φτωχότερα του κόσμου. Tον ~ στους στενούς μου φίλους. Tα αρώματα κατατάσσονται στα είδη πολυτελείας. || H εκκλησία κατέταξε το Mέγα Kωνσταντίνο μεταξύ των αγίων, τον ανακήρυξε άγιο. || καθορίζω την εκπαιδευτική βαθμίδα στην οποία μπορεί να ενταχθεί κάποιος, με βάση τις γνώσεις του ή τους τίτλους σπουδών: Tον κατέταξαν με εξετάσεις στο δεύτερο έτος / στην τρίτη τάξη. 2. (στρατ.) εγγράφω ένα στρατεύσιμο στη δύναμη στρατιωτικής μονάδας: Tον κατέταξαν στο πυροβολικό. Θα καταταγούν στο στρατό / στο ναυτικό / στην αεροπορία / στο πεζικό οι (τάδε) κλάσεις. || Kατατάχτηκε στις ανταρτικές ομάδες, ανέλαβε υπηρεσία, δράση.

[λόγ.: 1α, 2: αρχ. κατατάσσω· 1β: σημδ. γαλλ. mettre au rang de]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες