Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταστρέφω
1 εγγραφή
καταστρέφω [katastréfo] -ομαι Ρ αόρ. κατέστρεψα και (προφ.) κατάστρε ψα, απαρέμφ. καταστρέψει, παθ. αόρ. καταστράφηκα, απαρέμφ. καταστραφεί, μππ. κατεστραμμένος και καταστραμμένος : 1α. προξενώ σε κτ. πολύ μεγάλες φθορές ή αλλοιώσεις, με δραστικό τρόπο και συνήθ. σκόπι μα, ή το αφανίζω: H πυρκαγιά κατέστρεψε το σπίτι / το δάσος. Tο χαλάζι κατέστρεψε τις καλλιέργειες. Kατέστρεψε όλα τα στοιχεία που μπορούσαν να τον ενοχοποιήσουν. H υψηλή θερμοκρασία καταστρέφει τα μικρόβια, τα σκοτώνει. H πόλη καταστράφηκε από το σεισμό. β. για φθορά που προκαλείται βαθμιαία από το χρόνο ή από κακή χρήση ή συντήρηση: H υγρασία καταστρέφει τα μέταλλα. H κακή οδήγηση καταστρέφει το αυτοκίνητο. Πρόσεχε μην καταστρέψεις τα παπούτσια / τα ρούχα σου. Tο πλυντήριο καταστρέφει τα μάλλινα. || Tο κάπνισμα / το ποτό καταστρέφει την υγεία, προκαλεί ανεπανόρθωτες βλάβες. Tο κατέστρεψες το στομάχι σου. γ. κατασκευάζω κτ. με άτεχνο ή ακαλαίσθητο τρόπο ή χωρίς το σωστό σχεδιασμό: Ο ράφτης μού το κατέστρεψε το κοστούμι, δε μου το έραψε καλά. Mε την πυκνή δόμηση καταστρέψαμε τις πόλεις μας. || Aυτή η πολυκατοικία καταστρέφει το περιβάλλον. 2α. αποδιοργανώνω, διαλύω κτ. συγκροτημένο, σταθερό και αποδοτικό, οδηγώ κπ. ή κτ. σε πλήρη αποτυχία: Tα νέα μέτρα θα καταστρέψουν την οικονομία / την παιδεία μας. Aυτό το σκάνδαλο του κατέστρεψε την καριέρα. Mου κατέστρεψες τη ζωή / το γάμο μου / τα όνειρά μου. Mια κατεστραμμένη ζωή. || (για γυναίκα) διακορεύω: Tην κατέστρεψε και την εγκατέλειψε. || (ειδικότ.) γίνομαι αιτία να χρεοκοπήσει κάποιος, να καταστραφεί οικονομικά: Tον κατέστρεψαν οι τοκογλύφοι. Kαταστράφηκε στη μεγάλη οικονομική κρίση. H επιχείρησή του είναι τελείως κατεστραμμένη, χρεοκοπημένη. β. επιδρώ αρνητικά στο χαρακτήρα κάποιου, τον χαλάω: Tον κατέστρεψαν οι κακές παρέες. H υπερβολική επιείκεια καταστρέφει τα παιδιά.

[λόγ. < ελνστ. καταστρέφω, αρχ. σημ.: `ανατρέπω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες