Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατασπαταλώ [kataspataló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : σπαταλώ κτ. εντελώς, ξοδεύω κτ. ασυλλόγιστα και άσκοπα, έως ότου το εξαντλήσω τελείως: Kατασπατάλησε την περιουσία του στο καζίνο. Kατασπαταλήθηκε το δημόσιο χρήμα. || (μτφ.): Kατασπατάλησε τα νιάτα του σε διασκεδάσεις.
[λόγ. < ελνστ. κατασπαταλῶ `ζω άσωτα΄]