Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καταπραΰνω
1 item total
καταπραΰνω [katapraíno] -ομαι Ρ8.1 : μετριάζω την ένταση με την οποία εκδηλώνεται μια σωματική ή ψυχική αντίδραση: Φάρμακα που καταπραΰνουν τους πόνους / τα νεύρα, κατευνάζουν. Προσπάθησα να τον ~, να τον ηρεμήσω. Tίποτε δεν μπορεί να καταπραΰνει τον ψυχικό του πό νο.

[λόγ. < αρχ. καταπραΰνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go