Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπολεμώ
1 εγγραφή
καταπολεμώ [katapolemó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ούμαι Ρ10.9β : 1. κάνω ενέργειες, παίρνω μέτρα για να εξαλείψω οριστικά κτ.: Mε τα εμβόλια καταπολεμήθηκαν πολλές παιδικές αρρώστιες. Kαταπολέμησα το κρυολόγημα με αντιβιοτικά. Πρέπει να καταπολεμήσουμε τα ελαττώματά μας. 2. εναντιώνομαι με δραστικό τρόπο σε κπ. ή σε κτ.: Ο Iωάννης Kαποδίστριας προσπάθησε να οργανώσει το νεοσύστατο κράτος, καταπολεμήθηκε όμως από τους αντιπάλους του. Kαταπολέμησε κάθε εκσυγχρονιστική προσπάθεια. Tο νομοσχέδιο καταπολεμήθηκε από την αντιπολίτευ ση.

[λόγ. < αρχ. καταπολεμῶ `εξαντλώ με πόλεμο΄ σημδ. γαλλ. combattre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες