Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπατώ
1 εγγραφή
καταπατώ [katapató] -ούμαι Ρ10.9 & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. καταλαμβάνω αυθαίρετα ξένη εδαφική έκταση, κυρίως με τη μέθοδο της τμηματικής και συγκαλυμμένης χρησιμοποίησής της: Ο γείτονάς μου καταπάτησε ένα μέρος από το χωράφι / το οικόπεδό μου. Tον συνέλαβαν γιατί πουλούσε ως οικόπεδα καταπατημένες εκτάσεις του δημοσίου. β. (μτφ.) παραβιάζω. β1. στερώ από κπ. ένα αναγνωρισμένο δικαίωμά του: Tα ολοκληρωτικά καθεστώτα καταπατούν τις ατομικές ελευθερίες. Kαταπατούνται τα δικαιώματα της μειοψηφίας. β2. αθετώ ή παραβαίνω κτ.: Kαταπάτησε τους όρκους και τις υποσχέσεις του. Kαταπατήθηκαν οι αποφάσεις του ΟHΕ. 2. πατώ κπ. ή κτ. επανειλημμένα και με δύναμη· τσαλαπατώ, ποδοπατώ.

[λόγ. < αρχ. καταπατῶ `ποδοπατώ΄ σημδ. γαλλ. empiéter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες