Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατανυκτικός
1 εγγραφή
κατανυκτικός -ή -ό [kataniktikós] Ε1 : για κτ. που γίνεται με κατάνυξη ή που το χαρακτηρίζει η κατάνυξη: H Θεία Λειτουργία ήταν κατανυκτική. Tο μνημόσυνο τελέστηκε σε κατανυκτική ατμόσφαιρα. || (ως ουσ.) το κατανυκτικό, είδος εκκλησιαστικού τροπαρίου που εκφράζει συντρι βή. κατανυκτικά ΕΠIΡΡ: Προσευχήθηκε ~. Παρακολουθούσε ~ τον εσπερινό.

[λόγ. < ελνστ. κατανυκτικός `που κεντάει την καρδιά΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες