Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακόμβη
1 εγγραφή
κατακόμβη η [katakómvi] Ο30 : υπόγειο νεκροταφείο, με δαιδαλώδεις διαδρόμους και θαλάμους, που στις πλευρές του τοποθετούσαν τους νεκρούς τους οι πρώτοι χριστιανοί την εποχή των διωγμών και που χρησιμοποιήθηκε και ως τόπος προσευχής: Οι κατακόμβες της Ρώμης / της Mήλου. Είναι (σαν) ~, χαρακτηρισμός υπόγειου και δύσκολα προσπελάσιμου χώρου.

[λόγ. < ιταλ. catacomb(a) (ορθογρ. δαν.) < υστλατ. catacomba ίσως < φρ. cata (< αρχ. κατά) tumbas `κατά τους τάφους΄ (πρβ. ελνστ. κατακοῦμβαι (προφ. [mb] < υστλατ. catacumbae)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες