Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταδυναστεύω
1 εγγραφή
καταδυναστεύω [kataδinastévo] -ομαι Ρ5.1 : ΣYN καταπιέζω. 1. ασκώ τυραννική εξουσία, διοικώ όπως ο χειρότερος δυνάστης: Λαοί που καταδυναστεύονται / λαοί καταδυναστευόμενοι από δικτατορικά καθεστώτα. || Οι υπερδυνάμεις καταδυναστεύουν τα μικρά και ανίσχυρα κρά τη, για έμμεση, απόλυτη όμως εξουσία. 2α. επιβάλλω τη θέλησή μου και απαιτώ τα δικαιώματά μου με την άσκηση σωματικής ή ψυχικής βίας: Είναι ένας πολύ αυταρχικός άνθρωπος, που καταδυναστεύει την οικογένειά του / τους υφισταμένους του. β. συμπεριφέρομαι σε κπ. υπερπροστατευτικά, με αποτέλεσμα να του αφαιρώ κάθε δυνατότητα πρωτοβουλίας: Mε την υπερβολική αγάπη της καταδυναστεύει τα παιδιά της. 3. (μτφ.) για κτ. που ασκεί σε κπ. έντονα αρνητική επίδραση ή επιρροή η οποία τον δεσμεύει και τον ταλαιπωρεί: Οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις καταδυναστεύουν τους πολίτες. H μόδα καταδυναστεύει εκατομμύρια γυναίκες.

[λόγ. < αρχ. καταδυναστεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες