Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταδίκη
3 εγγραφές [1 - 3]
καταδίκη η [kataδíki] Ο30 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταδικάζω. 1α. απόφαση δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται ποινή σε κατηγορούμενο που κηρύσσεται ένοχος. ANT αθώωση: ~ σε θάνατο / σε ποινή φυλάκισης / με αναστολή. Έχει εις βάρος του δύο καταδίκες για κλοπές. ΦΡ υπογράφω* την ~ μου. β. έντονη αποδοκιμασία: Είναι ομόφωνη η ~ του πολέμου / της τρομοκρατίας. 2. (μτφ.) α. δυσάρεστη κατάσταση, δυστυχία που υφίσταται κάποιος: Aυτή δεν είναι ζωή, είναι ~. ~ είναι αυτή, να μην μπορείς να βρεις ούτε ένα λεπτό ησυχία! β. δυσοίωνη πρόβλεψη για την εξέλιξη μιας κατάστασης ή πρόκληση μιας δυσάρεστης εξέλιξης: ~ σε ισόβια αναπηρία.

[αρχ. καταδίκη]

κατάδικος ο [katáδikos] Ο20α θηλ. κατάδικος [katáδikos] Ο36 & κατάδικη [katáδii] Ο32 : 1. αυτός που καταδικάστηκε και εκτίει ποινή καθείρξεως: ~ σε ισόβια. Στολή καταδίκου, ριγωτή στολή που φορούσαν παλαιότερα οι φυλακισμένοι. 2. (μτφ.) για να τονίσουμε ότι κάποιος δουλεύει σκληρά και απάνθρωπα, χωρίς να απολαμβάνει τα δικαιώματα που του ανήκουν: Εγώ είμαι ένας ~ / σαν ~.

[λόγ. < ελνστ. κατάδικος `καταδικασμένος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. κατάδικ(ος) (θηλ.) μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

καταδικός -ή -ό [kataδikós] Ε1 : (συναισθ.) ακολουθείται πάντοτε από τη γενική των αδύνατων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας μου, σου, του / της, μας, σας, τους και χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην κτητική αντωνυμία “δικός μου” και για να δηλώσει την απόλυτη κυριότητα ή δικαιοδοσία σε κτ. ή σε κπ.: Aυτό το σπίτι είναι καταδικό μου και κανένας δεν έχει δικαίωμα να το χρησιμοποιήσει. Tη μαμά την ήθελε καταδική του, να μην τη μοιράζεται με τα αδερφάκια του.

[κατα- δικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες