Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταγγέλλω
1 εγγραφή
καταγγέλλω [katangélo] -ομαι Ρ πρτ. κατάγγελλα και κατήγγελλα, αόρ. κατήγγειλα και κατάγγειλα, απαρέμφ. καταγγείλει, παθ. αόρ. καταγγέλθηκα, απαρέμφ. καταγγελθεί, μππ. καταγγελμένος : 1α. αναφέρω στις αστυνομικές ή δικαστικές αρχές κπ. τον οποίο θεωρώ υπεύθυνο για μια κολάσιμη πράξη ή για κτ. παράνομο, εγκληματικό, υποβάλλω μήνυση εναντίον του γνωστού ή του άγνωστου δράστη: Θα τον καταγγείλω για πλαστογραφία / κατάχρηση. Kατήγγειλε στην αστυνομία ότι άγνωστοι τον λήστεψαν. Kατήγγειλε την κλοπή του αυτοκινήτου του. Kαταγγέλθηκε ότι… || αναφέρω σε κπ. ανώτερο ή υπεύθυνο κπ. ή κτ. που το(ν) θεωρώ παράτυπο ή αντίθετο με την καθιερωμένη τάξη: Θα τον καταγγείλω στον προϊστάμενό του για απρεπή συμπεριφορά. β. κάνω δημόσια διαμαρτυρία για κτ.: Tα συνδικάτα καταγγέλλουν την κυβέρνηση για την αντεργατική πολιτική της. Στην ταινία του ο σκηνοθέτης καταγγέλλει την κοινωνική αδικία. 2. (νομ.) ανακοινώνω στον έτερο συμβαλλόμενο την ακύρωση μιας συμφωνίας: ~ τη σύμβαση εργασίας.

[λόγ.: 1: αρχ. καταγγέλλω· 2: σημδ. γαλλ. dénoncer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες