Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κατάστιχο
2 items total [1 - 2]
κατάστιχο το [katástixo] Ο41 : (παρωχ.) λογιστικό βιβλίο. ΦΡ έχω / γρά φω κπ. στου δια(β)όλου* το ~. ανοίγω τα παλιά μου τα κατάστιχα, ξαναθυμάμαι λησμονημένες διαμάχες, παλιά μίση. (γράφω κπ. στα) μαύρα* κατάστιχα. || (προφ., ειρ.) σημειωματάριο.

[μσν. κατάστιχον < φρ. κατά στίχον]

καταστιχογράφος ο [katastixoγráfos] Ο18 : (παρωχ.) αυτός που κρατούσε τα λογιστικά βιβλία.

[λόγ. κατάστιχ(ον) -ο- + -γράφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go