Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κατάνυξη
1 item total
κατάνυξη η [katániksi] Ο33 : συναίσθημα βαθιάς ευλάβειας και ψυχικής ανάτασης, που συνοδεύει τις παραστάσεις και τις έννοιες του θείου και του μεταφυσικού κόσμου: Tο εκκλησίασμα παρακολούθησε την ακολουθία του Aκαθίστου με μεγάλη ~. || Παρακολούθησαν την τελετή / άκουγαν τον ομιλητή με (θρησκευτική) ~, με πολύ σεβασμό και με μεγάλη προσοχή.

[λόγ. < ελνστ. κατάνυξις (-σις > -ση) `σύγχυση, συντριβή΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go