Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάλοιπο
1 εγγραφή
κατάλοιπο το [katálipo] Ο42 : 1. ό,τι απομένει από ένα μείγμα υλών, ύστερα από μια φυσική ή χημική διεργασία: Tα κατάλοιπα της καύσης. Ραδιενεργά κατάλοιπα από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες. 2. για κτ. που μένει, διατηρείται και μετά το θάνατο του δημιουργού ή του κατόχου του: Στα κατάλοιπα του ποιητή βρέθηκαν αδημοσίευτα ποιήματα / υπάρχει ολόκληρη η προσωπική του αλληλογραφία. Σε ολόκληρο τον πλανήτη μας υπάρχουν κατάλοιπα παλαιών πολιτισμών. 3. για κτ. που εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την υποχώρηση ή τον τερματισμό καταστάσεων ή γεγονότων, κατά κανόνα δυσάρεστων: Ο βήχας είναι ~ παλαιάς βρογχίτιδας. H πόλωση του πολιτικού μας βίου είναι ~ του εμφύλιου πολέμου. H ανασφάλεια είναι ~ της δυστυχισμένης παιδικής ζωής του.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. κατάλοιπος `που απομένει΄ (1: σημδ. γαλλ. résidu & αγγλ. residue· 2: & σημδ. γαλλ. reliques)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες