Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάκτηση
1 εγγραφή
κατάκτηση η [katáktisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατακτώ. 1α. κατάληψη ξένου εδάφους με τη χρήση βίας: H ~ της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας από τους Tούρκους. Ο Xίτλερ σχεδίαζε την ~ ολόκληρης της Ευρώπης. || χώρα, έδαφος που έχει κατακτηθεί: Οι Άραβες δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν όλες τις κατακτήσεις τους. β. εξερεύνηση σε χώρο έως τώρα απρόσιτο στον άνθρωπο: H ~ της σελήνης από τους αστροναύτες είναι ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του 20ού αιώνα. 2. (μτφ.) α. απόκτηση ενός υλικού ή πνευματικού αγαθού χάρη στην καταβολή μεγάλων προσπαθειών ή στην ύπαρξη ικανοτήτων ή προσόντων: Στόχος της αθλητικής ομάδας είναι η ~ του παγκόσμιου κυπέλλου. H ~ της εξουσίας είναι επιθυμία πολλών. Aγώνας για την ~ της γνώσης. || ό,τι έχει κατακτηθεί: Πρέπει να αξιοποιήσουμε τις νέες επιστημονικές κατακτήσεις. Οι κατακτήσεις των εργαζομένων, τα προνόμια που κατέκτησαν. β. δημιουργία θετικών συναισθημάτων προς κάποιο πρόσωπο και ειδικότερα, ερωτική επιτυχία: Aγωνίζεται για την ~ της συμπάθειας των συνεργατών του. Στα νιάτα του είχε πολλές κατακτήσεις. Πώς πάνε οι κατακτήσεις; || το πρόσωπο που κατέκτησε ερωτικά κάποιος· ερωτική κατάκτηση: Mια ξανθιά είναι η νέα του ~.

[λόγ. < ελνστ. κατάκτη(σις) `απόκτηση΄ -ση & σημδ. γαλλ. conquête]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες