Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κασμίρι
1 item total
κασμίρι το [kazmíri] Ο44 : μάλλινο ύφασμα, λεπτό, ζεστό, με στιλπνή επιφάνεια και με διαγώνια ύφανση: Kοστούμι / ταγέρ από ~. Γνήσιο ~, από τρίχωμα κατσίκας που ζει στην Aσία. || κοστούμι από το παραπάνω ύφασμα: Φορούσε ένα ~. || (ως επίθ.): Tο κοστούμι είναι ~.

[γαλλ. cachemir < αγγλ. cashmere < τοπων. Cashmere (περιοχή της Ινδίας)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go