Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κασίδα
1 item total
κασίδα η [kasíδa] Ο25α : (οικ.) δερματοπάθεια του τριχωτού της κεφαλής, που προκαλεί γενική ή κατά τόπους τριχόπτωση. || (επέκτ.) το κεφάλι που έχει κασίδα. ΦΡ τον τρώει η ~ του, για κπ. που ενεργεί σαν να επιδιώκει να του συμβεί κτ. κακό· ΣYN ΦΡ τον τρώει το κεφάλι του.

[μσν. κασίδα ίσως < κασίδ(ιν) `κράνος΄ μεγεθ. < κασίδιον υποκορ. του κάσσις < λατ. cassis `κράνος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go