Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρφοπέταλα τα [karfopétala] Ο41 : μόνο στη ΦΡ κόβω ~, κρυώνω πολύ από τσουχτερό κρύο· ΣYN ΦΡ κόβω καρφιά.
[καρφ(ί) -ο- + πέταλο (αρχική σημ.: `καρφί για πέταλο΄, στον πληθ.]