Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καρυάτιδα
1 item total
Kαρυάτιδα η [kariátiδa] Ο28 & (λόγ.) Kαρυάτις η [kariátis] Ο γεν. Kα ρυά τιδος : στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, καθένα από τα γυναικεία αγάλματα που στηρίζουν το επιστύλιο, αντί για κίονες: Οι έξι Kαρυάτιδες του Ερεχθείου, οι κόρες. || χαρακτηρισμός γυναίκας με ωραίο παράστημα: Λυγερόκορμες (σαν) Kαρυάτιδες.

[λόγ. < ελνστ. Καρυᾶτις & αιτ. -ιδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go