Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρτέρι
4 εγγραφές [1 - 4]
καρτέρι το [kartéri] Ο44 : (οικ.) α. ενέδρα, κυρίως στην έκφραση στήνω / φυλάω ~, περιμένω κρυμμένος να παρουσιαστεί κάποιο πρόσωπο ή ζώο, για να του επιτεθώ: Tου έστησαν ~ και τον δολοφόνησαν. Οι κυνηγοί στήνουν ~ στα πουλιά. || (επέκτ.) περιμένω να βρω την ευκαιρία να συναντήσω κπ. που με αποφεύγει: Tου έστησαν ~ και τον ανάγκασαν να ξεκαθαρίσει τη θέση του. β. ο τόπος όπου στήνεται το καρτέρι: Kαρτέρια για το κυνήγι της μπεκάτσας.

[μσν. καρτέρι < καρτερ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: κυνηγώ - κυνήγι]

καρτερία η [kartería] Ο25 : υπομονή με την οποία αντιμετωπίζει κάποιος μια δυσάρεστη κατάσταση: Yπέμεινε με ~ μια μακροχρόνια και επώδυνη αρρώστια. Ο κόσμος περιμένει με ~ στις ατελείωτες ουρές.

[λόγ. < αρχ. καρτερία]

καρτερικός -ή -ό [karterikós] Ε1 : που αντιμετωπίζει τις δυστυχίες και τις δυσκολίες με καρτερία, που τις δέχεται χωρίς να αδημονεί ή να δυσανασχετεί. καρτερικά ΕΠIΡΡ: Περίμενε ~ χρόνια ολόκληρα το γυρισμό του γιου του. Δέχτηκε ~ τη διάψευση των ελπίδων του.

[αρχ. καρτερικός]

καρτερικότητα η [karterikótita] Ο28 : η ιδιότητα του καρτερικού, η καρτερία: Έδειξε αξιοθαύμαστη ~ και αντοχή.

[λόγ. καρτερικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες