Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρκινοβατώ [karkinovató] Ρ10.9α : οπισθοδρομώ ή προχωρώ με πολύ βραδύ ρυθμό ένα έργο που έχω αναλάβει, μια εργασία με την οποία καταγίνομαι: Όταν οι εταίροι μας κάνουν άλματα, εμείς καρκινοβατούμε.
[λόγ. < αρχ. καρκινοβάτ(ης) `που περπατάει σαν τον κάβουρα΄ -ώ]