Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καραγωγέας
1 εγγραφή
καραγωγέας ο [karaγojéas] Ο21 : επαγγελματίας οδηγός κάρου: Σκληρές οι συνθήκες εργασίας των καραγωγέων. Bρίζει σαν ~, με πολύ βαριές εκφράσεις.

[λόγ. κάρ(ον) + αρχ. ἀγωγεύς, αιτ. -έα `οδηγός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες