Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καραβάνι
1 item total
καραβάνι το [karaváni] Ο44 : 1. έμποροι και γενικότερα ταξιδιώτες που ταξίδευαν ομαδικά για λόγους ασφαλείας, σε ακατοίκητες περιοχές και σε ερήμους, με υποζύγια και κυρίως με καμήλες: Οδηγός καραβανιού. Kαραβάνια προσκυνητών / νομάδων διασχίζουν τη Σαχάρα. 2. για να χαρακτηρίσουμε, κάπως μειωτικά ή ειρωνικά, μετακινήσεις, συνήθ. τουριστών, κατά μεγάλες ομάδες: Έφτασαν τα πρώτα καραβάνια των ξένων με τρένα, με πλοία και με αεροπλάνα.

[μσν. καραβάνι < περσ. kārwān ή μέσω του γαλλ. caravane & του παλ. ιταλ. caravana]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go