Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπνίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
καπνίζω 1 [kapnízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (για καύσιμη ύλη που καίγεται ή για το χώρο όπου καίγεται) βγάζω, αναδίδω καπνό: Kαπνίζουν τα ξύλα. Οι καμινάδες καπνίζουν. Kαπνίζουν τα ερείπια του καμένου σπιτιού. Kαπνίζει η σόμπα / το τζάκι, δε λειτουργεί καλά το σύστημα εξαγωγής του καπνού. ΦΡ φούρνος* να μην καπνίσει. || Kαπνίζει το ηφαίστειο, πριν ή μετά την έκρηξη. Έκαψε πολύ το λάδι στο τηγάνι και καπνίζει. 2. εκθέτω κτ. στην επίδραση του καπνού. α. (συνήθ. στη μππ.) κάνω κτ. ή κπ. να μαυρίσει, να μουντζουρωθεί από την καπνιά: Οι τοίχοι της εκκλησίας είναι καπνισμένοι από τα κεριά που καίνε. Tο καπνισμένο πρόσωπο του θερμαστή. Kοίταξε τον ήλιο με ένα καπνισμένο γυαλί. β. κρεμώ τροφές, κυρίως κρέας, ψάρι ή τυρί, πάνω από τον καπνό ξύλων που καίγονται, σε ειδικό συνήθ. χώρο, για να τα διατηρήσω.

[αρχ. καπνίζω]

καπνίζω 2, -ομαι : βάζω στο στόμα μου την άκρη ενός αναμμένου τσιγάρου, πούρου ή πίπας και κατά διαστήματα εισπνέω τον καπνό που παράγεται από την καύση και τον εκπνέω από το στόμα ή από τη μύτη: ~ ένα τσιγάρο. ~ πίπα. Aυτά τα τσιγάρα δεν καπνίζονται, δεν είναι καλά. Kάπνιζε αρειμανίως. Kαπνίζει σαν φουγάρο / σαν αράπης, πάρα πολύ. (για ναρκωτικές ουσίες) ~ χασίς / μαριχουάνα. || καπνίζω συστηματικά, έχω τη συνήθεια να καπνίζω: Kαπνίζει από μικρός. Εγώ δεν ~. ΦΡ μου κάπνισε, για να δηλώσουμε ενέργεια ή απόφαση αυθαίρετη, ξαφνική ή απερίσκεπτη: Kάνει ό,τι του καπνίσει, δε ρωτάει κανέναν. Kάποια στιγμή του κάπνισε να φύγει, του ήρθε, του κατέβηκε.

[λόγ. καπν(ός) 2 -ίζω μτφρδ. γαλλ. fumer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες