Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καπάτσος
2 items total [1 - 2]
καπάτσος ο [kapátsos] Ο18 θηλ. καπάτσα [kapátsa] Ο25α : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου ικανού να πετυχαίνει τα πάντα, χρησιμοποιώντας διάφορους τρόπους, καμιά φορά όχι απόλυτα έντιμους: Aυτός είναι ~, μπόρεσε να τακτοποιήσει την υπόθεσή του σε λίγες μέρες.

[ιταλ. capac(e) -ος· καπάτσ(ος) -α]

καπατσοσύνη η [kapatsosíni] Ο30α : η ιδιότητα του καπάτσου: Mερικές δουλειές χρειάζονται μεγάλη ~ για να τις πετύχεις.

[καπάτσ(ος) -οσύνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go