Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμφορά
1 εγγραφή
καμφορά η [kamforá] Ο24 & κάμφορα η [kámfora] Ο27 : κρυσταλλική ουσία, λευκή, ημιδιαφανής και πτητική, που αναδίδει μια χαρακτηριστική, έντονη οσμή και που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και για την προστασία των μάλλινων υφασμάτων από το σκόρο.

[κάμφορα: ιταλ. canfora (από τα αραβ., πρβ. μσν. κάφορα)· καμφορά: μσν. καφουρά < αραβ. kāfūr με επίδρ. του τ. κάμφορα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες