Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοκαρδίζω
1 εγγραφή
καλοκαρδίζω [kalokarδízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) προκαλώ σε κπ. ευχαρίστηση με τις πράξεις, με τη συμπεριφορά μου, του δίνω χαρά. ANT κακοκαρδίζω: Nα κάνεις μια χαρούμενη οικογένεια να καλοκαρδίσεις και εμάς / να καλοκαρδιστούμε και εμείς οι γονείς σου.

[καλόκαρδ(ος) -ίζω (πρβ. μσν. καλοκαρδιάζω < καλόκαρδ(ος) -ιάζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες