Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καλοθελητής
1 item total
καλοθελητής ο [kaloθelitís] Ο7 πληθ. και καλοθελητάδες θηλ. (λαϊκότρ.) καλοθελήτρα [kaloθelítra] Ο25α : (ευφ.) αυτός που δήθεν από ενδιαφέρον μεταφέρει σε κπ. δυσάρεστες πληροφορίες, που αφορούν τις σχέσεις του με κάποιο άλλο πρόσωπο: Ποιος ~ έσπευσε να της πει ότι τη σχολιάζουν οι γνωστοί της;

[μσν. καλοθελητής (με θετ. σημ.) < καλο- + θελη- (θέλω) -τής· καλοθελη(τής) -τρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go