Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοδέχομαι
1 εγγραφή
καλοδέχομαι [kaloδéxome] Ρ3β : 1. υποδέχομαι κπ. με προθυμία και με ευγένεια. || (ευχή) να τον / την καλοδεχτείς, να έρθει με το καλό. 2. δέχομαι μια είδηση ή μια άποψη με ευχαρίστηση, ευνοϊκά.

[καλο- + δέχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες