Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλωπισμός
1 εγγραφή
καλλωπισμός ο [kalopizmós] Ο17 : η ενέργεια του καλλωπίζω και ειδικότερα: α. περιποίηση και διακόσμηση ενός χώρου. β. περιποίηση της εξωτερικής εμφάνισης ενός ανθρώπου.

[λόγ. < αρχ. καλλωπισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες