Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλιγραφώ
1 εγγραφή
καλλιγραφώ [kaliγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : γράφω καλλιγραφικά, συνήθ. στη μππ.: Kαλλιγραφημένο κείμενο.

[λόγ. < αρχ. καλλιγραφῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες