Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλιγώνω
1 εγγραφή
καλιγώνω [kaliγóno] -ομαι Ρ1 : πεταλώνω. ΦΡ καλιγώνει (τον) ψύλλο*.

[μσν. καλ(λ)ιγώνω < καλλίγ(α) `παπούτσι΄ < λατ. callig(a) -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες