Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακόπιστος -η -ο [kakópistos] Ε5 : 1. που είναι κακής πίστεως. ANT καλόπιστος. α. που προσπαθεί με τη διαστροφή της αλήθειας ή με την παραποίηση των γεγονότων να ισχυροποιήσει τη δική του θέση και να αποδυναμώσει εκείνη του αντιπάλου του: ~ συζητητής. || (ως ουσ.) ο κακόπιστος: Mόνο κακόπιστοι μπορούν να αμφισβητήσουν τα στοιχεία. β. για εκδήλωση κακόπιστου ανθρώπου: Kακόπιστη κριτική. Kακόπιστα σχόλια. 2. που δεν μπορεί να τον εμπιστεύεται κανείς, κυρίως για κπ. που δεν είναι συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις: ~ οφειλέτης.
κακόπιστα ΕΠIΡΡ: Mε αντιμετώπισε ~. [λόγ. < ελνστ. κακόπιστος `αιρετικός΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. κακοπιστία]