Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κακοδοξία η [kakoδoksía] Ο25 : (εκκλ.) εσφαλμένη άποψη που αφορά δογματικά θέματα· (πρβ. αίρεση).
[λόγ. < ελνστ. κακοδοξία, αρχ. σημ.: `κακή φήμη΄]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < ελνστ. κακοδοξία, αρχ. σημ.: `κακή φήμη΄]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |