Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καιροσκόπος
1 εγγραφή
καιροσκόπος ο [keroskópos] Ο18 θηλ. καιροσκόπος [keroskópos] Ο35 : αυτός που καιροσκοπεί, που εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις για προσωπικά οφέλη. || (ειδικότ., πολ.) οπορτουνιστής.

[λόγ. < ελνστ. καιροσκόπος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες