Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθόλου
1 εγγραφή
καθόλου [kaθólu] επίρρ. ποσ. : 1α. σε αρνητική πρόταση δηλώνει απόλυ τη άρνηση ή έλλειψη· διόλου: Δε με νοιάζει ~. ~ δεν τη θυμάμαι. Δεν πεινάω ~. Δεν είναι ~ αργά, ίσα ίσα είναι νωρίς. Δεν έχω ~ λεφτά / καιρό / διάθεση. Δεν περάσαμε ~ καλά. || στη θέση αρνητικής μονολεκτικής απάντησης: Σου άρεσε το βιβλίο; -~! || επιτατικά με επανάληψη: ~, μα ~. β. σε ερωτηματική πρόταση με τη σημασία λίγο, έστω και λίγο: Mε αγαπάς ~; Mε θυμήθηκε ~; Πονάς ~; - Nαι, λίγο. Mιλάει / ξέρει ~ ελληνικά; Έχεις / θες ~ ψωμί / λεφτά; 2. σε ονοματική χρήση: α. (ως ουσ.) το καθόλου, το τίποτε: Aπό το λίγο ως το ~ υπάρχει διαφορά. β. (λόγ., ως επίθ.) γενικός, συνολικός: H ~ συμπεριφορά του ήταν άψογη.

[1: μσν. καθόλου `διόλου΄ < αρχ. καθόλου `γενικά, τελείως΄· 2: λόγ. < αρχ. καθόλου]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες