Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθησυχάζω
1 εγγραφή
καθησυχάζω [kaθisixázo] Ρ2.1α μππ. καθησυχασμένος : απαλλάσσω κπ. από τις ανησυχίες ή από τους φόβους που έχει, με επιχειρήματα που τον πείθουν ότι δε θα συμβεί κτ. δυσάρεστο. ANT ανησυχώ: Οι αρχές καθησύχασαν τον κόσμο, ότι δε θα υπάρξει έλλειψη τροφίμων. H προσωρινή βελτίωση της κατάστασης δεν πρέπει να μας καθησυχάζει. Tον είδα αρκετά καθησυχασμένο μετά την επίσκεψή του στο γιατρό. (έκφρ.) ~ τη συνείδησή μου, προσπαθώ να δικαιολογήσω στον ίδιο τον εαυτό μου κτ. για το οποίο αισθάνομαι ένοχος. || ηρεμώ, απαλλάσσομαι από τις ανησυχίες ή από τους φόβους που με βασανίζουν: Kαθησύχασε ο λαός, όταν άκουσε τις διαβεβαιώσεις των αρμοδίων. Άρχισε να πέφτει ο πυρετός και καθησύχασα λίγο.

[λόγ. < ελνστ. καθησυχάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες