Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθηγήτρια
1 εγγραφή
καθηγητής ο [kaθijitís] Ο7 λόγ. κλητ. και καθηγητά, ειρ. πληθ. και καθηγητάδες θηλ. καθηγήτρια [kaθijítria] Ο27 : 1. αυτός που διδάσκει μάθημα της ειδικότητάς του: α. σε σχολείο μέσης εκπαίδευσης ή σε άλλη σχολή: ~ γυμνασίου / λυκείου. ~ μαθηματικών / γαλλικών. ~ φιλόλογος. Kαθηγήτρια χορού / πιάνου. Διορίστηκε ως ~ σε τεχνική σχολή. β. σε σχολή ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης: ~ πανεπιστημίου / πολυτεχνείου. Επίκουρος* / αναπληρωτής* ~. ~ πρώτης βαθμίδας. Ομότιμος ~. Εκλέχτηκε παμψηφεί ~ της ιατρικής / της νομικής / της ιταλικής φιλολογίας. (σε προσφών.): Kύριε καθηγητά! || (σύμφωνα με το καθεστώς που ίσχυε παλαιότερα): Tακτικός / έκτακτος ~. 2. (οικ.) για κπ. που είναι πολύ έμπειρος σε έναν τομέα: Aυτός είναι ~ στην οδήγηση / στο τάβλι / στο πόκερ. καθηγητάκος ο YΠΟKΟΡ κυρίως μειωτικά. καθηγητριούλα η YΠΟKΟΡ νεαρή καθηγήτρια και μειωτικά.

[λόγ. < ελνστ. καθηγητής `δάσκαλος΄, αρχική σημ.: `οδηγός΄ & σημδ. γαλλ. professeur (& μτφρδ.: τακτικός καθηγητής: < γερμ. ordentlicher Ρrofessor, έκτακτος καθηγητής: < γερμ. ausserordentlicher Ρrofessor, επίκουρος καθηγητής: < αγγλ. assistant professor)· λόγ. καθηγη(τής) -τρια· καθηγητ(ής) -άκος· καθηγήτρι(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες