Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καθέλκυση
1 item total
καθέλκυση η [kaθélkisi] Ο33 : η ενέργεια του καθελκύω, η διαδικασία με την οποία ένα πλοίο, του οποίου η κατασκευή ή η επισκευή έχει τελειώσει, μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό· καθελκυσμός.

[λόγ. καθελκύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go