Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καγιάκ
1 εγγραφή
καγιάκ το [kaják] Ο (άκλ.) : μονοθέσια, ελαφριά, ψαράδικη βάρκα των Εσκιμώων. || είδος κανό που χρησιμοποιείται σε αγώνες κωπηλασίας.

[λόγ. < γαλλ. kayak < αγγλ. kayak (από τα εσκιμώικα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες