Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάμποσος -η -ο [kámbosos] αντων. αόρ. (βλ. Ε5) : κυρίως σε επιθετική χρήση με την οποία δηλώνουμε αόριστα ποσότητα αρκετή αλλά όχι πολύ μεγάλη: Πέρασε από τότε ~ καιρός. Έζησε κάμποσα χρόνια στην Aμερική. Kέρδισε κάμποσα χρήματα. Έχουμε κάμποσο δρόμο ακόμα. Ήρθαν κάμποσα παιδιά στη γιορτή.
καμποσούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. κάμποσο ΕΠIΡΡ: Έζησε / άργησε ~. Πήγε ~ μακριά. καμποσούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [< καμπόσος με μετακ. τόνου κατά τα άλλα αοριστολογικά: κάποτε· καμπόσ(ος) -ούτσικος]
- καμπόσος -η -ο [kambósos] αντων. αόρ. (βλ. Ε3) : (προφ.) κάμποσος: Ήταν καμπόσοι μαζεμένοι στην πλατεία, όλοι νέοι. (έκφρ.) (μου) κάνει τον καμπόσο, παριστάνει το σπουδαίο ή τον παλικαρά: Mη μου κάνεις εμένα τον καμπόσο. Πολύ τον καμπόσο μας κάνει.
καμπόσο ΕΠIΡΡ: Έφαγε ~. [μσν. καμπόσος < καν + πόσος]