Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάλυμμα
2 εγγραφές [1 - 2]
κάλυμμα το [kálima] Ο49 : I1. ό,τι καλύπτει, σκεπάζει κπ. ή κτ.: ~ κεφαλής, γενικός χαρακτηρισμός για μαντίλι, καπέλο, σκούφο κτλ. ~ οικιακού σκεύους, καπάκι. ~ τραπεζιού, τραπεζομάντιλο. ~ φρεατίου / μηχανής, σκέπασμα. 2. (ειδικότ.) α. (εκκλ.) το ύφασμα με το οποίο καλύπτεται η Aγία Tράπεζα. β. προστατευτικό σκέπασμα από ύφασμα ή από άλλο σχετικό υλικό, που ράβεται ακριβώς στα μέτρα μιας κατασκευής, κυρίως επίπλων, ώστε να εφαρμόζει απόλυτα: Tο ~ της πολυθρόνας. Ράβονται καλύμματα (επίπλων). Άλλαξα τα καλύμματα του αυτοκινήτου, των καθισμάτων. II. (οικον.) το απόθεμα μιας εκδοτικής τράπεζας σε χρυσό και σε συνάλλαγμα που αποτελεί εγγύηση για την έκδοση του χαρτονομίσματος.

[λόγ. < αρχ. κάλυμμα `κουκούλα΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

καλυμματού η [kalimatú] Ο37 : (οικ.) ράφτρα που ράβει καλύμματα επίπλων.

[καλυμματ- (κάλυμμα) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες