Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάλμα
3 εγγραφές [1 - 3]
κάλμα η [kálma] Ο25α : 1. (ναυτ.) η νηνεμία και η γαλήνη που επικρατεί στην ατμόσφαιρα και στη θάλασσα. 2. (προφ., ως επιφ.) προτροπή για ησυχία, ηρεμία. 3. (οικ.) απραξία, κυρίως εμπορική.

[αντδ. < ιταλ. calma (στη νέα σημ.) < υστλατ. cauma < αρχ. καῦμα `η κάψα του ήλιου, λιοπύρι΄ (επειδή στην κάλμα νιώθει κάποιος έντονα τη ζέστη)]

καλμάρισμα το [kalmárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καλμάρω: Tο ~ των νεύρων / του καιρού.

[καλμαρισ- (καλμάρω) -μα]

καλμάρω [kalmáro] Ρ6α μππ. καλμαρισμένος : 1. ηρεμώ κπ., τον κάνω να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεμία: Ήταν πολύ ταραγμένος και προσπάθησα να τον ~ / να του ~ τα νεύρα. || ηρεμώ: Mετά τις εξηγήσεις που του έδωσα καλμάρισε λίγο. 2. μειώνω την ένταση κάποιου φαινομένου: H ασπιρίνη καλμάρει τον πόνο, καταπραΰνει. H ένεση τον καλμάρισε κάπως. || μειώνεται η ένταση: Ο καιρός / η φουρτούνα / ο πόνος καλμάρισε.

[ιταλ. calmar(e) (δες κάλμα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες