Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάθε
28 εγγραφές [1 - 10]
κάθε [káθe] αντων. αόρ. (άκλ.) : χρησιμοποιείται ως επίθετο, με άρθρο ή χωρίς άρθρο, με ονόματα κάθε πτώσης. I1. αποδίδει έναν αόριστο προσδιορισμό που ισχύει γενικά, καθολικά, στο καθένα μέρος του συνόλου χωριστά: ~ μαθητής και μαθήτρια χωριστά πρέπει να προσπαθήσει, ένας ένας, μία μία χωριστά. H μοίρα ~ τίμιου βιοπαλαιστή, όλων των τίμιων. ~ σπίτι είχε και την αυλή του, όλα τα σπίτια. ~ άνθρωπος έχει τις δικές του έγνοιες. ~ λιμάνι και καημός. ~ σχολείο. 2. για επανάληψη σε τακτά διαστήματα (χρονικά ή τοπικά): ~ χρόνο / μήνα / μέρα. ~ φορά. (έκφρ.) ~ τόσο*. ~ λίγο* (και λιγάκι). ~ τρεις και λίγο*. σε ~ περίπτωση*. (γνωμ.) ~ πέρσι και καλύτερα*, ~ φέτος και χειρότερα. || συχνά με απόλυτο αριθμητικό· ανά: Θα το παίρνεις ~ έξι ώρες, ανά έξι ώρες, ανά εξάωρο. ~ ώρα / λεπτό, ανά ώρα / ανά λεπτό. ~ δύο / τρία χρόνια. ~ πέντε μέτρα, ανά πέντε μέτρα. 3. συχνά, κυρίως σε αρνητική πρόταση, με τη σημασία οποιοσδήποτε, όποιος να ΄ναι: Δεν το βρίσκεις εύκολα σε ~ φαρμακείο. ΦΡ ~ καρυδιάς* καρύδι. ~ κατεργάρης* στον πάγκο του. 4. ~ άλλο παρά…, για έντονη αντίρρηση προς αυτό που εκφράζει η λέξη ή η πρόταση που ακολουθεί: ~ άλλο παρά όμορφη ήταν, δεν ήταν καθόλου όμορφη. (έκφρ.) ~ άλλο, για να δηλωθεί άρνηση, αντίθεση: Δεν είναι τίμιος, ~ άλλο. II. ~ (φορά) που, σε θέση χρονικού συνδέσμου εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και δηλώνει αόριστη επανάληψη: ~ φορά που τους θυμάται, κλαίει. ~ που βραδιάζει, την πιάνει μια μελαγχολία. ~ φορά που τηλεφωνούσα, απουσίαζαν.

[μσν. κάθε, ο κάθε < καθέν ουδ. του καθείς (δες στο καθένας) με αποβ. του τελ. [n] και μετακ. τόνου κατά τα άλλα αοριστολογικά: όποιος, κάποιος]

καθεαυτού [kaθeaftú] & καθαυτού [kaθaftú] επίρρ. : επιτείνει, τονίζει την ύπαρξη των χαρακτηριστικών του ονοματικού συνόλου που προσδιορίζει και ισοδυναμεί με το επίθετο γνήσιος, καθαρός, ανόθευτος: H ~ νησιώτικη αρχιτεκτονική, καθαυτό. Έχει καθαυτού κρητική προφορά. Είναι ως προς την καταγωγή του ~ Πόντιος, γνήσιος, καθαρός. ~ Mακεδόνας, γέννημα θρέμμα Mακεδόνας.

[λόγ. συμφυρ. < αρχ. φρ. καθ΄ αὑτό & ἐφ΄ ἑαυτοῦ]

καθέδρα η [kaθéδra] Ο25 : α. καθηγητική έδρα, κυρίως στις εκφράσεις η από καθέδρας διδασκαλία, χωρίς τη συμμετοχή των διδασκομένων, χωρίς ερωτήσεις και διάλογο. από καθέδρας, για κτ. που λέγεται με τρόπο απόλυτο, που δεν επιδέχεται αντίρρηση και δεν προάγει το διάλογο: Mιλάει από καθέδρας, με ύφος απόλυτο ως αυθεντία. β. (εκκλ.) ο επισκοπικός θρόνος που βρίσκεται στο μεσαίο κλίτος του ναού.

[λόγ. < ελνστ. καθέδρα, αρχ. σημ.: `καθιστική θέση΄ (από καθέδρας: μτφρδ. νλατ. ex cathedra)]

καθεδρικός -ή -ό [kaθeδrikós] Ε1 : μόνο στον όρο ~ ναός, μητροπολιτικός ναός που βρίσκεται στην έδρα επισκοπής ή αρχιεπισκοπής.

[λόγ. καθέδρ(α) -ικός απόδ. γαλλ. église cathédrale (< ελνστ. καθέδρα στη σημ.: `αυτοκρατορικός θρόνος΄)]

κάθειρξη η [káθirksi] Ο33 : ποινή στερητική της ελευθερίας, που επιβάλλεται μόνο για κακούργημα· η διάρκειά της δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε χρόνια και συνεπάγεται πάντοτε στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων· (πρβ. φυλάκιση): Kαταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως / σε ισόβια ~ / σε ~ είκοσι ετών.

[λόγ. < ελνστ. κάθειρξις `κλείσιμο, φυλάκιση΄ (-σις > -ση)]

καθείς [kaθís] αντων. αόρ. : (λαϊκότρ.) καθένας.

[ελνστ. καθείς (δες στο καθένας)]

καθέκαστα τα [kaθékasta] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ.) : οι λεπτομέρειες ενός γεγονότος, τα επί μέρους στοιχεία μιας υπόθεσης: Mου διηγήθηκε το περιστατικό με όλα τα ~. Tου έγραψα τα ~.

[λόγ. < ελνστ. φρ. τά καθ΄ ἕκαστα ουδ. πληθ. του ἕκαστος]

καθεκλοποιείο το [kaθeklopiío] Ο39 : (λόγ.) εργαστήριο όπου κατασκευάζονται καρέκλες.

[λόγ. καθέκλ(α) `καρέκλα΄ (ίσως συμφυρ. κά θ(ισμα) & (καρ)έκλα) -ο- + -ποιείον]

καθέλκυση η [kaθélkisi] Ο33 : η ενέργεια του καθελκύω, η διαδικασία με την οποία ένα πλοίο, του οποίου η κατασκευή ή η επισκευή έχει τελειώσει, μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό· καθελκυσμός.

[λόγ. καθελκύ(ω) -σις > -ση]

καθελκυσμός ο [kaθelkizmós] Ο17 : η ενέργεια του καθελκύω, η διαδικασία με την οποία ένα πλοίο, του οποίου η κατασκευή ή η επισκευή έχει τελειώσει, μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό· καθέλκυση.

[λόγ. < ελνστ. καθελκυσμός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες