Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- ιστιοφόρο το [istiofóro] Ο39 : θαλάσσιο σκάφος που κινείται αποκλειστικά με τη δύναμη του ανέμου: Σήμερα τα ιστιοφόρα χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά ως σκάφη αναψυχής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἱστιοφόρος]
- ιστιοφόρος -ος -ο [istiofóros] Ε14 : για θαλάσσιο σκάφος που κινείται με τη δύναμη του ανέμου: Iστιοφόρο πλοίο / σκάφος. || (ως ουσ.) το ιστιοφόρο*.
[λόγ. < ελνστ. ἱστιοφόρος]



