Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ισοφαρίζω [isofarízo] -ομαι Ρ2.1 : α. πετυχαίνω το ίδιο αποτέλεσμα με τον αντίπαλό μου σε ένα παιχνίδι· έρχομαι ισόπαλος, πετυχαίνω ισοπαλία: Έχεις δύο ήττες και μία νίκη· αν κερδίσεις ακόμα μια φορά θα ισοφαρίσεις. Mε δυσκολία κατόρθωσε να ισοφαρίσει λίγα λεπτά πριν από τη λήξη του αγώνα. H εθνική μας ομάδα ισοφαρίστηκε στο τελευταίο λεπτό. β. (προφ.) ισοσταθμίζω, αντισταθμίζω.
[λόγ. < αρχ. ἰσοφαρίζω `εξισώνομαι, αμιλλώμαι με κπ.΄]