Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ισοπολιτεία η [isopolitía] Ο25 : (δίκ.) η ισότητα των πολιτών απέναντι στους νόμους· (πρβ. ισονομία): Σύμφωνα με την αρχή της ισοπολιτείας οι νόμοι έχουν την ίδια ισχύ για όλους, ανεξάρτητα από την κοινωνική, οικονομική κτλ. θέση του προσώπου που προστατεύουν ή τιμωρούν. Kαθεστώς ισονομίας και ισοπολιτείας.
[λόγ. < αρχ. ἰσοπολιτεία `ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων΄ (ιδ. με βάση συνθήκη ανάμεσα σε δύο πόλεις)]